Εργαλεια

Η διαδικασία κατασκευής υφασμάτων στην αρχαιότητα ήταν μία πολύπλοκη και εξαιρετικά χρονοβόρα διαδικασία που απαιτούσε ειδική τεχνογνωσία και μία σειρά εργαλείων. Τα αρχαία εργαλεία κλωστοϋφαντουργίας που είναι κατασκευασμένα από πηλό, λίθο ή οστό, αποτελούν ίσως τη σημαντικότερη κατηγορία αρχαιολογικής μαρτυρίας για την κλωστοϋφαντουργία των αρχαίων χρόνων, από την προϊστορία έως και την ύστερη αρχαιότητα. Τα εργαλεία αυτά συλλέγονται στις αρχαιολογικές ανασκαφές και μελετώνται από τους ειδικούς με βάση συγκεκριμένες αναλυτικές μεθοδολογίες, ώστε να αποδώσουν πληροφορίες που συμπληρώνουν ενδεχομένως άλλες πηγές μαρτυριών. Τέτοιες είναι τα γραπτά κείμενα, η εικονογραφία στην τέχνη, τα εθνολογικά δεδομένα και, κυρίως, τα λιγοστά κατάλοιπα των αρχαίων υφασμάτων, που εξαιτίας της οργανικής προέλευσής τους, πολύ δύσκολα επιβιώνουν στον χρόνο ώστε να βρεθούν κατά τη διάρκεια αρχαιολογικών ανασκαφών.

Τα εργαλεία μπορούν να διαχωριστούν σε κατηγορίες αναλόγως με το στάδιο της κατασκευής, στο οποίο χρησιμοποιούνται. Έτσι διακρίνουμε τα εργαλεία για την επεξεργασία των πρώτων υλών, αυτά για την κατασκευή κλωστής, εκείνα για την κατασκευή υφάσματος, τα εργαλεία για τις βαφές και το φινίρισμα των υφασμάτων.

Ο κύριος εργαλειακός εξοπλισμός για την παραγωγή υφάσματος στην αρχαιότητα, παρέμεινε ίδιος στην βασική του μορφή ανά τους αιώνες, εάν εξαιρέσουμε παραλλαγές στις βασικές τεχνολογικές συλλήψεις: το νήμα γνεθόταν με τη χρήση του αδραχτιού και το ύφασμα υφαινόταν στον αργαλειό. Αυτά είναι τα δύο βασικά εργαλεία με την πλέον μακρόβια διατήρηση και με μία οικουμενική, θα λέγαμε, παρουσία σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς: το αδράχτι και ο αργαλειός, πρωτοεμφανίζονται στη Νεολιθική εποχή, και αποτελούσαν απαραίτητο στοιχείο κάθε νοικοκυριού μέχρι την εποχή της “Βιομηχανικής Επανάστασης”, τον 19ο αιώνα μ.Χ.

 

- Επεξεργασία πρώτων υλών

Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται εργαλεία όπως το ψαλίδι που χρησίμευε για την κουρά των προβάτων (κουρίς), ραβδιά για να χτυπούν την πρώτη ύλη και να ξεχωρίζουν τις ίνες, χτένια για το ξάσιμο του μαλλιού και το λανάρισμα του λιναριού.

 

- Κατασκευή κλωστής

Το γνέσιμο αποτελεί τη διαδικασία με την οποία οι ίνες στρίβονται για να δημιουργήσουν μία ενιαία και σταθερή κλωστή που μπορεί, εν συνεχεία, να χρησιμοποιηθεί στον αργαλειό. Σε πολύ παλαιές εποχές, το γνέσιμο θα γινόταν με τα χέρια, χωρίς τη χρήση εργαλείων. Η χρήση των εργαλείων όμως επιτρέπει την κατασκευή περισσότερης ποσότητας κλωστής σε λιγότερο χρόνο. Τα πιο κοινά εργαλεία για την κατασκευή κλωστής στην αρχαία Ελλάδα είναι το αδράχτι (ἄτρακτος), η ρόκα (ἡλακάτη) και το σφονδύλι (σφόνδυλος).

Το αδράχτι είναι ένα απλό, ξύλινο ραβδί, στο οποίο σφηνώνανε συχνά (αλλά όχι απαραιτήτως πάντοτε), ένα κυκλικό βαρύδι από πηλό, πέτρα, οστό ή και ξύλο, το σφονδύλι, μέσα από μία οπή που του άνοιγαν στο κέντρο. Στη συνέχεια ακολουθούσε το γνέσιμο, που στην Ελλάδα από την προϊστορία έως τους νεότερους χρόνους γινόταν κατά κανόνα ως εξής: στερέωναν στην άκρη του ραβδιού την άκρη της πρώτης ύλης, μαλλιού, λιναριού ή άλλης, και με μία κίνηση του χεριού έστριβαν το ραβδί και το άφηναν να αιωρείται: έτσι η πρώτη ύλη στριβόταν μαζί με το αδράχτι και κατά την περιστροφή αυτή δημιουργούνταν η κλωστή. Το αδράχτι πολλές φορές έφερε μεταλλικό γάντζο στο άνω άκρο (ἄγκιστρον), ο οποίος χρησίμευε για να στερεώνεται η αρχή του νήματος.

Παραλλαγές του εργαλείου αυτού συναντάμε ανά εποχή και ανά πολιτισμική ενότητα. Έτσι βρίσκουμε άλλοτε το σφονδύλι στερεωμένο στο κάτω μέρος του αδραχτιού, άλλοτε στο πάνω και άλλοτε ακριβώς στο μέσον. Εθνολογικές μελέτες μας έχουν δείξει, ακόμη, ότι το γνέσιμο γινόταν με διαφορετικές χειρονομίες σε άλλους πολιτισμούς: για παράδειγμα, το αδράχτι αντί να αιωρείται μπορεί να στηρίζεται στο έδαφος ή μέσα σε μία φιάλη, και να περιστρέφεται στηριζόμενο. Ή μπορεί να περιστρέφεται λοξά πάνω στον μηρό της γυναίκας που γνέθει.

Παραλλαγές, επίσης, χαρακτηρίζουν και τη μορφή του σφονδυλιού, το οποίο μπορεί να κατασκευαζόταν από ποικιλία υλικών, όπως προαναφέρθηκε, πηλό, λίθο, οστό ή ξύλο, και μπορούσε να έχει διάφορα σχήματα, κωνικό, αμφικωνικό, κυλινδρικό, σφαιροειδές ή αρκετά συχνά την μορφή λεπτού, κυκλικού δίσκου. Αλλού τα σφονδύλια τα κατασκεύαζαν εντελώς απλά, και αλλού τους έδιναν μία ωραία μορφή, με φροντισμένη επιφάνεια και ακόμη με διακόσμηση εγχάρακτων, γραπτών ή εμπίεστων σχεδίων. Από την προϊστορική περίοδο, περίφημα τόσο για την ποσότητά τους όσο και για τη διακόσμησή τους είναι τα σφονδύλια της Τροίας, ενώ τα πήλινα διακοσμημένα σφονδύλια που βρέθηκαν σε διάφορα σημεία πέριξ της Ακρόπολης των Αθηνών είναι εξίσου εντυπωσιακά για τους ίδιους λόγους. Το βάρος και η διάμετρος του σφονδυλιού ήταν ανάλογα με το πάχος της κλωστής που ήθελαν να κατασκευάσουν.

Τέλος θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το αδράχτι και το σφονδύλι σε ορισμένες περιπτώσεις κατασκευάζονταν από πολύτιμα υλικά όπως το ελεφαντοστό και το ασήμι, ενώ δεν πρέπει να λησμονούμε την “χρυσή ηλακάτη” της Ομηρικής Ελένης, και την αλληγορία με την οποία φορτίζει το γνέσιμο ο μύθος για τις Τρεις Μοίρες, καθώς με το αδράχτι “γνέθεται”, “μετριέται” ή “κόβεται” το νήμα της ζωής των θνητών. Με λίγα λόγια, το αδράχτι και το σφονδύλι είχαν μία μεγάλη πρακτική χρησιμότητα αλλά και έναν βαθύ συμβολισμό, διαχρονικά και διαπολιτισμικά.

Αντίθετα από τα σφονδύλια που είναι το πιο κοινό εργαλείο που βρίσκεται στις ανασκαφές, τα αδράχτια είναι πολύ σπάνια ευρήματα στην Ελλάδα, κυρίως επειδή ήταν κατασκευασμένα από ξύλο που διατηρείται πολύ δύσκολα ώς τις μέρες μας. Δύο οστέινα αδράχτια του 4ου αιώνα π.Χ. έχουν ωστόσο ανακαλυφθεί στον Κεραμεικό.

Η ρόκα αποτελεί το ξύλινο, πολλές φορές διχαλωτό, ραβδί πάνω στο οποίο τοποθετείται η άγνεστη ύλη για το γνέσιμο. Συνήθως το μέγεθος της ρόκας αλλάζει σύμφωνα με το υλικό. Η ρόκα για το μαλλί είναι έτσι κοντύτερη από τη ρόκα για το λινάρι και γενικώς τις φυτικές ίνες.  Απεικονίζεται περιστασιακά σε σκηνές γνεσίματος στην εικονογραφία.

Πρώτες ύλες, έτοιμη κλωστή και σύνεργα συχνά μεταφέρονταν και αποθηκεύονταν σε καλάθια (κάλαθος, τάλαρος). Καθώς πρόκειται για αντικείμενα δηλαδή κατασκευασμένα με οργανικές πρώτες ύλες, δεν βρίσκονται στις ανασκαφές. Ευρήματα πήλινων καλάθων όμως, από τον 9ο αιώνα π.Χ. εκτίθενται για παράδειγμα στο Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς.

Στις σκηνές γνεσίματος στην εικονογραφία, εικονίζεται συχνά και το επίνητρο (ἐπίνητρον), πήλινο εργαλείο με ημικυλινδρικό σχήμα και τραχιά επιφάνεια. Τοποθετείται πάνω στον μηρό και στην επιφάνειά του στρίβονταν δέσμες ινών για να παραχθεί μία σχετικά παχιά κλωστή, η οποία εν συνεχεία γνεθόταν με το αδράχτι.

 

- Κατασκευή υφάσματος

Ο αργαλειός είναι μία τεχνολογική επινόηση για την διευκόλυνση της διαπλοκής του στημονιού και του υφαδιού ώστε να επιτευχθεί η ύφανση. Η βασική ιδέα πίσω από τη σύλληψη του εργαλείου αυτού είναι ότι το ένα σύστημα κλωστών, το στημόνι, πρέπει να τεντωθεί και να παραμείνει σταθερά τεντωμένο, ώστε το άλλο σύστημα κλωστών, το υφάδι, να μπορεί να περαστεί γρήγορα, σχεδόν “μηχανικά” ανάμεσα από τα στημόνια. Στην ανατολική Μεσόγειο μαρτυρούνται αρχαιολογικώς ανά περιοχή και ανά πολιτισμό, δύο κύριοι τύποι αργαλειού, ο όρθιος και ο οριζόντιος.

Η πιο κοινή τεχνική κατασκευής υφασμάτων στην αρχαία Ελλάδα ήταν ο όρθιος αργαλειός με βάρη (ἱστὸς ὄρθιος), παράλληλα όμως γνωρίζουμε και την ύπαρξη εναλλακτικών τεχνικών, η καθεμιά από τις οποίες απαιτούσε τα κατάλληλα εργαλεία.

Ο όρθιος αργαλειός είναι μια απλή κατασκευή που αποτελείται από δύο ξύλινα δοκάρια (ἱστόποδες ή κελέοντες) που στερεώνονταν στο έδαφος που συνδέονται μεταξύ τους κάθετα με άλλα δύο, λεπτότερα δοκάρια. Το πρώτο είναι το σημερινό αντί (ἀντίον), το οποίο βρίσκεται στο πάνω μέρος του αργαλειού και στηρίζει το ύφασμα. Το δεύτερο (καῖρος) βρίσκεται στο κέντρο και χωρίζει τα στημόνια σε ομάδες ανάλογα με την επιθυμητή ύφανση για να σχηματιστεί το άνοιγμα, από το οποίο περνάει το υφάδι.

Τα στημόνια (στήμονες), δηλαδή οι κατακόρυφες κλωστές του υφάσματος δένονται στο κάτω τους μέρος σε βαρύδια, τις λεγόμενες αγνύθες (λαιαί) που κρατούσαν τα στημόνια τεντωμένα, έτσι ώστε να μπορεί να περάσει το υφάδι (κρόκη) ανάμεσά τους. Οι αρχαίες αγνύθες κατασκευάζονταν συνήθως από πηλό ή λίθο, και έπαιρναν διάφορες μορφές και μεγέθη, που τα επέβαλαν λειτουργικοί ή πολιτισμικοί παράγοντες, ή ένας συνδυασμός και των δύο. Τα συχνότερα σχήματα αγνύθων στην αρχαία Ελλάδα είναι το πυραμιδοειδές, κωνικό, τραπεζοειδές και δισκοειδές. Οι αγνύθες είναι το μόνο στοιχείο των αρχαίων, όρθιων αργαλειών που διασώζονται αρχαιολογικώς, και συνήθως βρίσκονται ανά ομάδες, διότι έτσι χρησιμοποιούνταν και έτσι αποθηκεύονταν.

Το βάρος των αγνύθων είναι ανάλογο με την διάμετρο της κλωστής του στημονιού. Όσο λεπτότερη η κλωστή, τόσο ελαφρύτερες οι αγνύθες. Παράλληλα, το πλάτος των αγνύθων (η απόσταση από τη μία αγνύθα στην άλλη πάνω στον αργαλειό) είναι ανάλογο με την πυκνότητα του υφάσματος. Όσο δηλαδή παχύτερες οι αγνύθες, τόσο πιο αραιό το ύφασμα. Τα διαφορετικά σχήματα των αγνύθων εξυπηρετούν τα διαφορετικά είδη και ποιότητες των υφασμάτων. Για να κατασκευάσουν λοιπόν, λόγου χάριν, ένα πολύ λεπτό και πυκνό ύφασμα, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν μία ελαφριά και λεπτή αγνύθα, για παράδειγμα μία μικρή δισκοειδούς σχήματος που έχει μικρό πάχος. Όταν βρίσκουμε λοιπόν σε μία ανασκαφή μία μεγάλη ποσότητα πολύ ελαφριών αγνύθων, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, ότι χρησίμευαν για την κατασκευή πολύ λεπτών υφασμάτων.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τόσο ο οριζόντιος, όσο και ο κάθετος αργαλειός διέθεταν και άλλα εξαρτήματα τα οποία συνήθως ήταν και αυτά κατασκευασμένα από ξύλο και δεν διασώζονται, όπως λόγου χάρη η σαΐτα που μετέφερε την κλωστή του υφαδιού. Για τους αργαλειούς της κλασικής αρχαιότητας οι γνώσεις μας εμπλουτίζονται σημαντικά από τις απεικονίσεις τους που συχνά κοσμούν την αγγειογραφία της εποχής. Η λεπτομερής μορφή και λειτουργία των προϊστορικών αργαλειών του Ελλαδικού χώρου είναι λιγότερο σαφής καθώς τα εργαλεία κλωστοϋφαντουργίας ή η ενασχόληση με την παραγωγή, δεν αποτελούσαν εικονογραφικό θέμα κατά τη Νεολιθική και την Εποχή του Χαλκού.

 

- Φινίρισμα

Μετά το τέλος της ύφανσης ακολουθούσε το τελικό στάδιο της προετοιμασίας του υφάσματος για τη χρήση. Εκεί πρωταγωνιστές ήταν οι κναφείς, που ακολουθούσαν μια σειρά διαδικασιών σε συγκεκριμένους χώρους χρησιμοποιώντας ποικιλία εργαλείων. Τα υφάσματα πλένονταν και πατιώνταν με τα πόδια για να μαλακώσουν και να ενωθούν οι ίνες μεταξύ τους, ύστερα στέγνωναν και η επιφάνειά τους μπορούσε να δεχθεί επεξεργασίες όπως ξύρισμα. Οι κναφείς ήταν εκείνοι που δημιουργούσαν τις μόνιμες πιέτες στα πλισσέ ενδύματα της εικονογραφίας και το έκαναν με τη βοήθεια μία πρέσσας, του λεγόμενου ἵπου

Επιπλέον, η διακόσμηση που γινόταν μετά το πέρας της ύφανσης, όπως λόγου χάρη το κέντημα, απαιτούσε άλλα εργαλεία, όπως ποικιλία από βελόνες διαφορετικών μεγεθών (βελονίς, ῥαφίς), οι οποίες προφανώς χρησιμοποιούνταν και σε κάθε ραπτική χρήση.