ΛΕΞΗ ΜΑΙΟΥ: ΕΣΘΗΣ
«Φορούσε μακράν εσθήτα», μπορούμε και σήμερα να δούμε σε σχόλια για κοσμικές συγκεντρώσεις ή θεατρικές παραστάσεις κλπ.
Η οικογένεια, όπου ανήκει η λέξη ἐσθής είναι πλουσιότατη, η ίδια η λέξη είναι απλό παράγωγο και, μαζί με το ιμάτιον, ιματισμός, ιματιοθήκη, αμφίεση, μεταμφίεση, από τα λίγα που παρέμειναν έως σήμερα.
Το ρήμα είναι το ἕννυμι και προέρχεται από την ευρέως διαδεδομένη παλαιο-ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ṷes-, “ένδυμα”, συν επίθημα /nu/ και την κατάληξη: *ṷes-nu-mi > *ϝέσ-νυ-μι >*ϝέh-νυ-μι > ϝέν-νυ-μι.
Σε μας κατέπεσε το ϝ (αλλά κρητ. ϝῆμα), διατηρείται όμως στις συγγενικές γλώσσες με αθεματ. ρήμα, ή με επίθημα /t/: γερμ. wasjan > wear, λατ. ues-ti-s (εξ ου veste, vêtement, Weste, investiture, investment, vest, transvestite, vestiti, vestir, βέστα, βεστιάριον! κλπ).
Από τους παρακειμ. εἷμαι < ϝέ-μαι < *ṷes-mai και ἤσθημαι, το εἷμα < *ṷes-mn̥, τὰ εἵματα, τὰ εἱμάτια και, με πρόωρο ιτακισμό, τὰ ἱμάτια, τὰ ἐσθήματα (ρούχα), ἡ ἐσθής.
Αρχαιότατη λέξη (ήδη μυκην. we-a2-no-i / wehanoihi, δοτ. πληθ.) ὁ ἐανός, «γυναικείο ένδυμα».
Σύνθετα πολλά, ιδίως σε –μων, ἀνείμων, κακοείμων, μελανείμων—εξ ου και η «μελανειμονοῦσα κυρία» τού Μεγάλου Ἀνατολικοῦ, μεταμφιεσμένη ίσως, από το ἀμφιέννυμι, μεταμφιέννυμι, μεταμφιέζομαι.