Λέξη Ιουλίου: ΕΙΜΑ
Ἐσθήτα, ἀμφίεση, ἱμάτιο, ἱματιοθήκη, μεταμφίεση κ.ά. επιζούν ώς τις μέρες μας.
Για όσους διερωτώνται γιατί το ἐσθὴς παίρνει ψιλή, υπενθυμίζουμε τον νόμο τού Grassman, κατά την διάρκεια της ισχύος του οποίου, από δύο απέχοντα μεταξύ τους δασέα σύμφωνα της λέξης, εδώ h και θ, το πρώτο ψιλούται, παράδειγμα *φέ-φυκε> πέ-φυκε.
Όλα βασίζονται στο *ϝεσ-νυ-μι, η ρίζα είναι *wes- «ντύνομαι, φοράω» (στην πτώση τού w/ϝ οφείλεται η δάσυνση) και την βρίσκουμε σε ορισμένες Ι.Ε. γλώσσες, αρμ., ινδ., ιραν., χιττ., αρχ. γερμ., λατ. (uestis), και σήμερα ιταλ. vesta, vestito, γαλλ. vêtement, αγγλ. vest, investment, γερμ. investieren…
Το εἷμα είναι ένα παράγωγο πολύ παραγωγικό το ίδιο: ϝes-mn̥, ήτοι ἕσ-μα, και με την πτώση τού /s/έκταση του προηγουμένου φωνήεντος: ει.
Το n̥, όπως έχουμε ξαναγράψει, πραγματοποιείται είτε ως /n/,που εδώ δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, θα ήταν **mn στο τέλος, είτε ως /a/, όπως εδώ (βλ. τὸν φύλακ-n̥> φύλακ-α).
Από το εἷμα (απαντάται κυρίως στον πληθ. τὰ εἵματα, «ενδύματα, ρούχα»), αιολ. (ϝ)έμματα, κρητ. ϝῆμα, πολλά σύνθετα και παράγωγα, ἀνείμων, εὐείμων, κακοείμων, μελανείμων (ο Ἐμπειρῖκος και ἡ μελανειμονοῦσα!), το υποκορ. ἱμάτιον (από εἱμάτιον με αφομοίωση) «ριχτάρι πάνω από τον χιτώνα», «μαντώ», ἱματιοθήκη, ἱματιοφυλάκιον, ἱματιοπώλης, ἱματίδιον, ἱματισμὸς κλπ. Τὸ ἑανὸς <ϝεσ-ανὸς «ρούχο γυναικείο», ήδη στα μηκυναϊκά wea2noi> wehanoihi (δοτ.).