Μεθοδοι Μελετης

Όπως και στους περισσότερους τομείς της αρχαιολογίας σήμερα, έτσι και στον χώρο των αρχαίων υφασμάτων υπάρχει εμφανώς η ανάγκη για διεπιστημονική προσέγγιση. Πλήθος επιμέρους επιστημών, όπως φιλολογία, επιγραφική, παπυρολογία, αρχαία ιστορία, αρχαιολογία, ιστορία τέχνης, γλωσσολογία, χημεία, βιολογία, γεωλογία, αρχαιοβοτανολογία, αρχαιοζωολογία, συνδυάζονται για την άντληση στοιχείων που σχετίζονται με την κατασκευή και χρήση των αρχαίων υφασμάτων. Καθίσταται έτσι δυνατή η ακριβέστερη κατανόηση της αρχαίας υφαντικής και μέσω αυτής η καλύτερη κατανόηση των αρχαίων κοινωνιών γενικότερα.

Για να επιτευχθεί αυτό, πέρα από τις εργαστηριακές αναλύσεις των αρχαιολογικών καταλοίπων, απαιτείται η μελέτη των γραπτών πηγών, της εικονογραφίας και των ανασκαφικών δεδομένων, με την παράλληλη εφαρμογή τεχνικών πειραματικής αρχαιολογίας και εθνολογικής παρατήρησης.

Η ιστορική μελέτη των πηγών αποτελεί σημαντικότατο εργαλείο στη μελέτη ποικίλων τομέων της αρχαίας κλωστοϋφαντουργίας. Από τις γραπτές πηγές αντλούμε πληροφορίες για διάφορους τομείς, όπως το εμπόριο, την κοινωνική οργάνωση και την τεχνολογία των υφασμάτων.

Παράλληλα, η μελέτη της εικονογραφίας συμπληρώνει τα στοιχεία από τις μαρτυρίες των κειμένων προσφέροντας συχνά και μία οπτική τους απόδοση.

Με την ανάπτυξη της τεχνολογίας τις τελευταίες δεκαετίες, οι εργαστηριακές αναλύσεις χρησιμοποιούνται όλο και συχνότερα στην μελέτη των υφασμάτων, καθώς μας προσφέρουν νέου τύπου πληροφορίες, όπως για παράδειγμα την αναγνώριση των ινών (οπτικό, ηλεκτρονικό μικροσκόπιο) και την προέλευση της πρώτης ύλης (strontium isotopes). Επιπλέον, με την τεχνολογία της τρισδιάστατης σάρωσης μπορεί να επιτευχθεί πρώιμη αναγνώριση υφασμάτων στο εσωτερικό δοχείων που βοηθάει στην αποφυγή της καταστροφής τους και την καλύτερη διαχείριση και μελέτη τους.  

Σε ένα άλλο επίπεδο, ένα πολύτιμο εργαλείο για μας είναι η πειραματική αρχαιολογία, καθώς μας δίνει την ευκαιρία, από τη μία, να δοκιμάσουμε υποθέσεις με βάση δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας και να εξετάσουμε τη λειτουργία των εργαλείων και από την άλλη, να δημιουργήσουμε ανακατασκευές εργαλείων, υφασμάτων και διακοσμητικών μοτίβων. Επίσης η λαογραφία και γενικότερα η εθνολογική παρατήρηση, όχι μόνο επιβεβαιώνει ερμηνείες, αλλά και προσφέρει πλούσιο υλικό σύγκρισης και πολλά παράλληλα.

Στη σύγχρονη εποχή, ο συνδυασμός των παραπάνω μεθοδολογικών εργαλείων έχει επιτρέψει το άνοιγμα του κλάδου της αρχαιολογίας του υφάσματος, και έχει συνεισφέρει σε εντυπωσιακά αποτελέσματα της έρευνας, με πολλά υποσχόμενη εξέλιξη για τη μελλοντική έρευνα. Σ’ αυτό το διεπιστημονικό πλαίσιο, η αρχαιολογία του υφάσματος έχει πλέον κερδίσει τη θέση της ως καθοριστικός τομέας για την κατανόηση των αρχαίων κοινωνιών.