Λεξη Νοεμβριου: Πεπλος
Το βαρύ γυναικείο ένδυμα, μάλλινο, φερόμενο συχνά πάνω από τον χιτώνα. Καθιερώθηκε ως τυπική ενδυμασία για τις γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα περί το 500 π.Χ., και αρχικά ήταν δωρικό φόρεμα. Κατασκευάζεται από ένα μεγάλο ορθογώνιο ύφασμα, διπλωμένο στη μέση και ανοιχτό από τη μία πλευρά. Πρώτα διπλώνεται οριζόντια, έτσι ώστε το πάνω άκρο του, το απόπτυγμα, να επιτίθεται στο υπόλοιπο. Εν συνεχεία, με το απόπτυγμα προς τα έξω (ή και πάνω στο κεφάλι), τυλίγεται γύρω από το σώμα. Δεν είχε ραφή ούτε μανίκια και τον στερέωναν με μεταλλικές περόνες ή πόρπες στους ώμους. Το διπλωμένο πάνω μέρος έχει την εμφάνιση ενός δεύτερου ρούχου. Συχνά φορούσαν ζώνη, έτσι που να δημιουργούνται και να φαίνονται πτυχώσεις.
Τα αγάλματα των Καρυατίδων παρουσιάζουν έναν τυπικό πέπλο. Βέβαια από απλό λαϊκό γυναικείο ρούχο, με την κατάλληλη διακόσμηση, τρόπο ύφανσης, κέντημα, βαφή κλπ., μπορούσε να διαμορφωθεί σε πολυτελές ένδυμα. Ένα τέτοιο πολυτελές ένδυμα είναι ο πέπλος τῆς Ἀθηνᾶς που προσφερόταν στη Θεά κατά τη γιορτή των Παναθηναίων.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε ότι, όπως το αντικείμενο έχει πτυχώσεις, plis στα γαλλικά, εξ ου και plissé, πλισέ, το ίδιο και η λέξη έχει πτύχωση! Είναι αναδιπλασιασμένη, πέ-πλος, όπως δέ-ν-δρον, όπως ο παρακείμενος, λέ-λυ-κα. Να επισημάνουμε ότι πρόκειται για μία ρίζα, ποιάν ακριβώς αγνοούμε (αυτὴν του πλέω, τοῦ πλατύς; -μάλλον όχι· του πλέκω, plecto;), κάτι που θα σήμαινε “πτύσσω”, “πτυχώνω” “διπλώνω”, την ίδια με εκείνην των ἁ-πλόος> ἁπλοῦς, δι-πλόος> διπλοῦς και του 2ου συνθετικού των λατ. sim-plex, du-plex κλπ. Κατὰ τους Ernout και Meillet από το *plex< *plek- < *ple- και το απλούστερο, c’est le cas de le dire, *pel-. Μήπως ἀπὸ τὸ*pleh1- (πληθ-, -pleo) με την έννοια της “πληθικότητος”, που μπορεί να είναι απὸ μηδὲν έως έναν αριθμὸ κατανοητὸ στοὺς ἀνθρώπους τής εποχής, ένα δυὸ διπλώματα;
[Τὸ ἁ- ὅπως καὶ τὸ sim ἀπὸ τὸ *sn̥ ποὺ ἔδωσε στὰ ἑλλην. καὶ τὰ εἷς, ἅμα κλπ.] Ο όρος ἁπλοῦς αρχαιότατος, στον Ὁμηρο ἁπλοίς-ίδος είναι το πανωφόρι που έρριχναν πάνω τους χωρὶς να το διπλώνουν.
Πέπλος λοιπὸν, απὸ τα ομηρικά χρόνια, περνώντας από τον κλασσικό, και τον πέπλο της Αθηνάς, έως τόν σημερινό νυφικό πέπλο.