ΛΕΞΗ ΙΟΥΝΙΟΥ: ΠΟΙΚΙΛΟΣ

MET kylix 550 BCjpg.jpg

Πρόκειται μάλλον για τον συχνότερο όρο που χρησιμοποιούταν για να περιγράψει διακοσμημένα αντικείμενα, και κυρίως υφάσματα.

Ιδίως για τα υφάσματα, εἰργασμένα μὲ ποικίλα χρώματα, έχοντα ἐνυφασμένα ἢ κεντημένα ποικίλματα, πλούσιας καὶ σπάνιας ἐργασίας, που φέρουν πολλά διακοσμητικά στοιχεία, ποικίλματα, πλούσια διακοσμημένα, κατάστικτα, διάστικτα, ποικιλόχρωμα, «παρδαλά», πλουμιστά (ἀντίθετ. ὁμόχρους).

Παραδείγματα:ἱ μάτιον ποικίλον πᾱσιν ἄνθεσιν πεποικιλμένον, Πλάτ., Πολ. VIII, 557 c· ποικίλη, χρώμασι διειλημμένηΦαίδ. 110 b· ποικίλα ὲσθήματα, Αίσχ. Πέρσ. 836, κιθῶνες· Ἡρόδ., 7.61· ιδίως πέπλοςἸλ. Ε735,Θ 386 κλπ.· ἱμάς Ξ 215· φᾶρος Σοφ. Fr. 586· ἐν ποικίλοις… κάλλεσιν βαίνειν, για ένα πλούσιο τάπητα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 923· ποικίλατάibid926936Θεόκρ. 15.78· π., τό,για κεντημένη εσθήτα, Κρατ. 38· ἐπίβλημαπIG 12.387.28· για κυπριακά, καρχηδονιακά και σικελικά υφάσματα, Ἀριστοφ. Απ. 611, Ἕρμιππος 63.23, Φιλήμ. 76.4. Επίρρ. -λωςὑφασμένον Ἀντιφ. 99· στρωμναὶπδιηνθισμέναι LXX Es.1.6.

Ο έχων δερματοστιξία, ποικίλους δὲ τὰ νῶτα καὶ τὰ ἔμπροσθεν πάντα ἐστιγμένους ἀνθέμια, Ξεν. νάβ. 5.4.32.

(Για μεταλλικές κατασκευές) ο έντεχνα κατειργασμένος, επεξεργασμένος, ἀμφὶ δὲ πᾱσιν τεύχεα ποικίλ' ἔλαμπεἸλ. Δ 432, Π 134. 

(Μεταφορικά) μεταβαλλόμενος, πολύπλοκος, πολύμορφος, επιτήδειος, πανούργος κλπ.

Ἡ ποικίλη στοά, ή απλώς ἡ ποικίλη, η από τον Πολύγνωτο κυρίως διακοσμημένη με  τοιχογραφίες στοά, π.χ. Δημοσθ. 45, 17.

Ετυμ.: Το ρήμα στον ενεστ. με δύο /l/ ποικίλ-jω > ποικίλλω, με αφομοίωση του j. Από ρίζα *ποικ- < *poik-o, όπως και σε άλλες ανάλογες ινδοευρωπαϊκές λέξεις, από ρηματική αρχική ρίζα *p(e)ik-, κεντώ, στίζω, σημαδεύω, (ἐν)γράφω. Βλ. λατ. pingo.

Ήδη μυκην. po-ki-ro-koΠοίκιλοψ,  po-ki-ro-nu-ka ποικιλόνυχα «με χρωματιστά νύχια».

Πάμπολλα τα σύνθετα και τα παράγωγα. Για εμάς εδώ ενδιαφέροντα: ποικιλανθής, ποικιλόστικτος, ποικιλόχρωμος, ποικιλόβαπτος, ποικιλοτέχνης, ποικιλουργός, ποικιλόχρως, πολυποίκιλος κλπ. Επίσης τα περιποίκιλος, μεσοποίκιλος αναφέρονται σε διακόσμηση σε συγκεκριμένα σημεία του υφάσματος (στις παρυφές, στο κέντρο), ενώς τα πολυποίκιλος, παμποίκιλος, μεστὸς ποικιλμάτων, αναφέρονται στον πλούτο της διακόσμησης.

Ποικίλλω, αναπαριστώ κάτι έγχρωμα, ειδικά κεντώντας ή υφαίνοντας, διακοσμώ, στολίζω· ποικιλία, κέντημα· ποίκιλμα, υφασμένη ή κεντημένη διακόσμηση· ποίκιλσις· ποικιλτήςποικίλτρια, εργάτης –τρια που ασχολούνται με την υφασμένη ή κεντημένη διακόσμηση (Αἰσχ., Ἀριστ., Στράβ.). 

Πρόκειται για όρο που αναφέρεται στο τελικό όπτικό αποτέλεσμα, το πολύ διακοσμημένο ύφασμα, και όχι σε μία συγκεκριμένη τεχνική διακόσμησης (κέντημα, ταπισερί κ.ο.κ.).