Λεξη ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ: κανναβις
Ἡ κάνναβις φαίνεται να είναι γνωστή ήδη από την Νεολιθική εποχή, η παλαιότερη όμως μνεία της λέξης μάς παραδίδεται από τον Ηρόδοτο (περίπου 440 π.Χ.), όταν μιλάει για τους Σκύθες και Θράκες, και μας πληροφορεί για την παραγωγή ενδυμάτων από το φυτό, και τα πλεονεκτήματά του έναντι του λιναριού:
Ἔστι δέ σφι κάνναβις φυομένη ἐν τῇ χώρῃ πλὴν παχύτητος καὶ μεγάθεος τῷ λίνῳ ἐμφερεστάτη· ταύτῃ δὲ πολλῷ ὑπερφέρει ἡ κάνναβις… (IV.74),
αφ᾽ετέρου για την χρήση του ως ψυχοτρόπου ουσίας:
τὸ δὲ [τῆς καννάβιος τὸ σπέρμα] θυμιᾶται ἐπιβαλλόμενον καὶ ἀτμίδα παρέχεται … οἱ δὲ Σκύθαι ἀγάμενοι τῇ πυρίῃ ὠρύονται…
Αρχικά, η κάνναβις ήταν πιθανώς εγγενής στην Κεντρική Ασία. Ωστόσο, καθώς για χιλιάδες χρόνια διεδίδετο με ανθρώπινη παρέμβαση, δεν είναι πλέον δυνατό να εντοπιστούν οι διαδρομές τής φυσικής της κατανομής.
Και ούτε η ιστορία τής λέξεως, πόσο μάλλον η ετυμολογία της, μας είναι με βεβαιότητα γνωστές. Άλλοι την θεωρούν ινδο-ευρωπαϊκή, άλλοι σημιτική. Οι Έλληνες, και μετά οι Ρωμαίοι, τη γνωρίσαμε από τους Σκύθες, *kanba, και την δώσαμε στους Γερμανικούς λαούς: > *hanapiz > hanaf > σημερινό Hanf· στους Αγγλοσάξωνες > hœnep > hemp (και canvas), στους λατινογενείς (chanvre, canapa, cáñamo κλπ.)
Από τους Σκύθες θα πήραν τη λέξη, μαζί με το σημαινόμενο, και τα ξαδέλφια τους Μήδοι, Πέρσες (kanab), οι Σάκες που έφταναν ώς την Κίνα (kaṃhā). Στα φιννο-ουγγρικά υπάρχει η λέξη kenē, στα σανσκριτικά šaṇás (k > s) και bhanga (εξ ης και η περσ. bang;), στα σημιτικά εβρ. p(b)annag και qannabbôs (> kanbos), συρ. qunnappa, αραβ. kunnab. Η σουμεριακή λέξη kunibu.
Θα πρέπει λοιπόν να ορίσουμε τη λέξη ως Wanderwort, όπως λέγεται στη γλωσσολογία, έναν περιπλανώμενο όρο, όπως και το αντικείμενο που προσδιορίζει, από την Κεντρική Ευρώπη έως τη Μεσόγειο, τη Μεσοποταμία, τη Μέση και Άπω Ανατολή — και σήμερα ανά την Υφήλιο.