ΛΕΞΗ ΜΑΡΤΙΟΥ: ΙΣΤΟΣ

Το πρωτο-ινδοευρωπαϊκό ρήμα με ρίζα *sti-stéh2 το έχουν όλες σχεδόν οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, και βέβαια η δική μας, ως αθεματικό (κατά τα εις -μι) και με αναδιπλασιασμό: si-stéh2-mi > hίστᾱμι > ἵστημι, παθ. ἵσταμαι. Μαρτυρείται ήδη από την μυκηναϊκή εποχή, ἱστιάων, ἱστόϝεσσα. Έπεται δε στους κλασσικούς χρόνους, όλόκληρη σειρά από σύνθετα με όλες σχεδόν τις προθέσεις, παράγωγα, στατήρ, στήμων, στάσις, σταθμός, στάμνος, στήλη, σταυρός, στάδιον, -στάτης, -στασ(ε)ία, -στημα κλπ. και ἱστός.

Ο όρος ἱστός δεν προέρχεται από το ἵστημι, αλλά από το ἵσταμαι, είναι ο ἱστάμενος, ο «στεκούμενος» (βλ. καλο-), και όχι ο «στήνων» (μια σκηνή, επί παραδείγματι). Είναι το όρθιο δοκάρι («ἱστόπους») που στηρίζει, ένα από δεξιά κι ένα άλλο από αριστερά, το πλαίσιο του αργαλειού, του ἱστοῦ δηλαδή, κατά συνεκδοχήν, και είναι κι αυτό που υφαίνεται στον ἱστό, το πανί, το ύφασμα.

Η λέξη αναπτύχθηκε περαιτέρω προς δύο κατευθύνσεις:

1.                  στην αρχική σημασία, ἱστεών, εργαστήριο του ἱστουργοῦ ή το δωμάτιο, όπου ο αργαλειός,

2.                 στο ναυτικό λεξιλόγιο, ο ἱστός, με την έννοια του καταρτιού, εξ ου και ἱστο-δόκη (υποδοχή για το κατάρτι, όταν το κατεβάζουν) και ἱστο-πέδη (τετραγωνισμένη οπή στο πλοίο, όπου σφηνώνεται το κατάρτι), ἱστοκεραία και κυρίως το ἱστίον (ιδίως στον πληθ. τὰ ἱστία, τα πανιά των πλοίων), ἱστιοῤῥάφος κλπ.

Η σημασιολογική χρήση του όρου είναι ευρέως εκτεταμένη, πχ ανατομία (επιθηλιακός ιστός), ιστός της αράχνης, παγκόσμιος ιστός, ιστοσελίδα κλπ., ιστός της σημαίας κ. ά.