ΛΕΞΗ ΑΠΡΙΛΙΟΥ: ΥΦΑΙΝΩ

Παλαιότατο και γονιμότατο ρήμα τής ελληνικής, ινδο-ευρωπαϊκής προελεύσεως, δεν χρειάζεται μετάφραση στα σημερινά ελληνικά, εκτός για να υπενθυμίσουμε και την μεταφορική του σημασία συνήθως ως σύνθετου με προθέσεις ἀν–, ἐν–, ἐξ–, παρ–, συν–κλπ. Παράδειγμα: εξυφαίνω, κυριολεκτικά αφαιρώ το τελειωμένο ύφασμα από τον αργαλειό, τον ιστό, μεταφορικά ἐξυφαίνω δόλον, συνωμοσία· συνυφαίνω τα δύο στοιχεία κλπ. Έδωσε παράγωγα, όπως ὑφαντός, ὑφάντης, ὑφαντικός (—ὴ τέχνη), ὕφασμα, ὑφή (παρ—), ὑφάδιον, ὕφος (λινό—) κλπ.

Από την ΠΙΕ η ρίζα παραδίδεται με δύο μορφές, την πλήρη/απαθή *ṷeb– (που περιέχει το /e/, π.χ. γερμ. web-en, αγγλ. web) και την μηδενισμένη *ṷb– που χρησιμοποίησε η ελληνική: *ṷb– > ελλην. uph– > υφ–. Με την προσθήκη τού επιθήματος an– και της κατάληξης /je-jo/ : *hyph-an-jo > ὑφαίν-ω.
Κατά τον Beekes απαντάται στην μυκηναϊκή υπό την πρώτη μορφή τής ρίζας, *h1ṷeb– (δηλ. με λαρυγγικό στην αρχή που έδωσε ένα προθηματικό  /e/)· θα ήταν το ρήμα  *εϝέφω και έχουμε ewepesesomena, ἐϝεφσησόμενα, τα μέλλοντα να υφανθούν (παθ. μετ. μέλλ.).

Σημ. 1. ΠΙΕ: Πρωτο-ινδοευρωπαϊκή (αποκατεστημένη) γλώσσα.
2. Τα έγκυρα σήμερα ετυμολογικά λεξικά τής ελληνικής είναι αυτά τού H. Frisk, του P. Chantraine και το πιο πρόσφατο (2010) του R. Beekes.
3. Πλουσιότατη βιβλιογραφία σχεδόν 100 σελ. για περαιτέρω ενημέρωση και μελέτη στο εξαιρετικό εγχειρίδιο του M. Meier-Brügger, Indogermanische Sprachwissenschaft92010 [=Indo-European Linguistics, 2003].