ΛΕΞΗ ΜΑΙΟΥ: ΕΣΘΗΣ

ancient-greek-female-costume-1882_Page133.jpg

Smith JM, Ancient Greek female Costume, London 1882

Smith JM, Ancient Greek female Costume, London 1882

«Φορούσε μακράν εσθήτα», μπορούμε και σήμερα να δούμε σε σχόλια για κοσμικές συγκεντρώσεις ή θεατρικές παραστάσεις κλπ.

Η οικογένεια, όπου ανήκει η λέξη ἐσθής είναι πλουσιότατη, η ίδια η λέξη είναι απλό παράγωγο και, μαζί με το ιμάτιον, ιματισμός, ιματιοθήκη, αμφίεση, μεταμφίεση, από τα λίγα που παρέμειναν έως σήμερα.

Το ρήμα είναι το ἕννυμι και προέρχεται από την ευρέως διαδεδομένη παλαιο-ινδοευρωπαϊκή ρίζα  *es-, “ένδυμα”, συν επίθημα /nu/ και την κατάληξη:  *es-nu-mi > *ϝέσ-νυ-μι >*ϝέh-νυ-μι > ϝέν-νυ-μι.

Σε μας κατέπεσε το ϝ (αλλά κρητ. ϝῆμα), διατηρείται όμως στις συγγενικές γλώσσες με αθεματ. ρήμα, ή με επίθημα /t/: γερμ. wasjan > wear, λατ. ues-ti-s (εξ ου veste, vêtement, Weste, investiture, investment, vest, transvestite, vestiti, vestir, βέστα, βεστιάριον! κλπ).

Από τους παρακειμ. εἷμαι < ϝέ-μαι < *es-mai και ἤσθημαι, το εἷμα < *es-mn̥, τὰ εἵματατὰ εἱμάτια και, με πρόωρο ιτακισμό, τὰ ἱμάτιατὰ ἐσθήματα (ρούχα), ἡ ἐσθής.

Αρχαιότατη λέξη (ήδη μυκην. we-a2-no-i / wehanoihi, δοτ. πληθ.) ὁ ἐανός, «γυναικείο ένδυμα».

Σύνθετα πολλά, ιδίως σε –μωνἀνείμωνκακοείμωνμελανείμων—εξ ου και η «μελανειμονοῦσα κυρία» τού Μεγάλου Ἀνατολικοῦ, μεταμφιεσμένη ίσως, από το ἀμφιέννυμιμεταμφιέννυμι, μεταμφιέζομαι.