ΛΕΞΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ: Το ἄκρον ἄωτον

Η λέξη ἄωτος πολύ πιθανώς συμπεριλαμβάνεται σε ένα ευρύ γλωσσικό σμήνος, μαζί με το παλαιό ρήμα ἄημι (φυσώ), αὔρα, uentus, ἄελλα, αὔξω. Σημασιακά, κάτι που γεννάται σχεδόν από το τίποτε και βαθμηδόν αυξάνει, διογκώνεται, όπως γίνεται στα φυτά.

Το ἄκρον ἄωτον (αλλά δεν έχουμε την έκφραση παρά αργότερα, π.χ. στον Καλλίμαχο) θα ήταν το ἄκρον τοῦ ἀώτου, τολύπη ή νιφάδα, το “ἄνθος”, του μαλλιού, του λιναριού, της νεότητος, του νερού κλπ.  Στον Όμηρο αναφέρεται κυρίως στο λεπτότατο μαλλί “οἰὸς ἄωτον” (Ιλ. Μ 599, 716, Οδ. α 443) και στο λινάρι “λίνοιό τε λεπτὸν ἄωτον” (Ιλ. Ι 661), αλλά υπάρχουν και μεταγενέστερες παραπομπές στον Πλάτωνα και αλλού που υποδηλώνουν προϊόντα, ιδίως υφάσματα, πολύ φίνα και υψηλής ποιότητος. Η λέξη κατέληξε να σημαίνει την άκρα υπερβολή, τον κολοφώνα, το ξεχείλισμα.

[Το ἄωτος, “χωρίς αυτί”, δεν έχει καμμία ετυμολογική ή σημασιακή σχέση με το προηγούμενο. Παράγεται από το στερητικό, ή καλύτερα αρνητικό α < ⁠n̥ +  οὖς και η εξήγηση γιατί το στερητικό έχει τη μορφή α και όχι αν, όπως θα περίμενε κανείς, οφείλεται στο ότι στην αρχή της λέξης θα υπήρχε ϝ, π.χ. οὔατος < οϝατος, με εναλλαγή οϝ <> ϝο. Στις μυκηναϊκές πινακίδες απανάται το όνομα Ὀρθϝώϝης = Otuwowe, αυτός με τα σηκωμένα αυτιά].